πλανιστήριο

πλανιστήριο
το, Ν
τεχνολ. διάταξη κατάλληλη για την τελική κατεργασία υλοτομικής ξυλείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλανίζω + επίθημα -τήριο (πρβλ. πριονισ-τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. πλανιστήριον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”